καρποτροφώ

καρποτροφώ
καρποτροφῶ, -έω (Μ)
τρέφω, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τροφώ (< -τρόφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο-τροφώ, πωλο-τροφώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”